- ὁλοσφύρητον
- ὁλοσφύ̱ρητον , ὁλοσφύρητοςmade of solid beaten metalmasc/fem acc sgὁλοσφύ̱ρητον , ὁλοσφύρητοςmade of solid beaten metalneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολοσφύρητος — ὁλοσφύρητος, δωρ. τ. ὁλοσφύρατος, ον (Α) (για μεταλλική κατασκευή) ο κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από σφυρήλατο μέταλλο («ὡς σκεῡος χρυσίου ὁλοσφύρητον», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σφῦρα, μέσω ενός αμάρτυρου *ὁλοσφυρώ] … Dictionary of Greek